Ακολουθώντας την πορεία Γάλλου προξένου Cousinery προς το σπήλαιο, στα βασικά της σημεία κινούμενοι δηλαδή στις υπώρειες της δυτικής Ροδόπης, φτάνουμε στο ποτάμι που πλαισιώνεται από πλατάνια, σπαζοϊτιές, καλαθοϊτιές, λεύκες, σκλήθρα και κισσούς. Και τότε, δηλαδή κατά τον 18ο αιώνα, όπως και τώρα, η είσοδος της σπηλιάς ήταν ορατή μόνο όταν πλησίαζε κανείς και αφού από την αριστερή όχθη περνούσε στη δεξιά. Σήμερα υπάρχουν τρία μικρά γεφύρια.
Τότε, τα πεσμένα, γκριζωπά από τη χρωματική αλλοίωση, μάρμαρα του σπηλαίου έφραζαν την είσοδο. Ο περιηγητής και η συνοδεία του χρειάσθηκε να συρθούν για να ανακαλύψουν την πρώτη αίθουσα, που στην πραγματικότητα είναι η τελευταία πριν περάσει ο Αγγίτης στην πεδιάδα. Σήμερα από τη δεξιά όχθη του ποταμού, ανεβαίνουμε την πετρόκτιστη ράμπα και δια της τεχνητά διευρυμένης εισόδου εισερχόμαστε στο σπήλαιο.
Η πρώτη αίθουσα
Κατεβαίνουμε λίγα σκαλοπάτια και βρισκόμαστε στο μέσο της αίθουσας. Οι διαστάσεις της είναι 35 χ 50 χ 15 μέτρα. Την εποχή της άφιξης του Cousinery δεν υπήρχε η βαθμιδωτή διαμόρφωση στην αριστερή όχθη του Αγγίτη και ο υδροτροχός στη δεξιά. Η δύναμη του τρεχούμενου νερού, η οποία περιέστρεφε μια όρθια φτερωτή, για την ύδρευση των κατοίκων και την άρδευση των καπνοχώραφων φαίνεται η πρόσφατη (1999) βαθμιδωτή διαμόρφωση στην αριστερή όχθη του Αγγίτη έγινε για τη συγκράτηση των χωμάτων του επικλινούς πρανούς (έκτασης 20,40 χ 30 μ. περίπου) και τον εξωραϊσμό του χώρου.
Ήταν επιβεβλημένη γιατί το επιφανειακό σκούρο καστανό χώμα, εξαιτίας της αποσύνθεσης φυτικών και ζωικών οργανικών υλικών, ήταν σαθρό, είχε πάχος από 0,40 έως 1 μ. με έντονη κλίση προς τις παρειές του βράχου, πολλούς πεσμένους βραχόλιθους (ενδεικτικά μεγέθη 1 χ 0,90 χ 0,70 μ, 1,90 χ 1,30 χ 0,60 μ, 1,10 χ 0,80 χ 0,90 μ) και το κυριότερο υπήρχε αλλοίωση της γενικότερης όψης του χώρου μετά τους εκβραχισμούς για τη διάνοιξη της σήραγγας και τις ανασκαφές. Ότι χρησιμοποιήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά τα άλλα, ο περιηγητής περιγράφει με ακρίβεια την αίθουσα, αναφέροντας μεταξύ των άλλων το άνοιγμα στην οροφή, το οποίο στην ορολογία της γεωλογίας ονομάζεται δολίνη. Σήμερα οι διαστάσεις της φυσικής αυτής καμινάδας είναι 8 χ 12 μ. Την αίθουσα αυτή την αποκάλεσε Νυμφαίο, επειδή πίστευε ότι ο χώρος αυτός θα ήταν τόπος λατρείας θεότητας ή θεοτήτων των υδάτων. Κατά τον αφηγητή, η σιγή των αρχαίων φιλολογικών πηγών και η χαμένη ιστορική μνήμη οφείλονταν στο ότι το σπήλαιο δεν ήταν πολυσύχναστο. Εμείς ονομάσαμε το χώρο αίθουσα του μύλου δανειζόμενοι το όνομα από το μνημείο της βιομηχανικής αρχαιολογίας, που ήταν σε χρήση μέχρι το 1960.
Ο Cousinery μνημονεύει εν συντομία υπολείμματα κατασκευών ιστορικών χρόνων. Δεν ξέρουμε σε τι ύφος σώζονταν τα ερείπια που αναφέρει ο περιηγητής. Δεν βρέθηκε κάτι αντίστοιχο. Ωστόσο στο χείλος της δολίνης είναι ορατά κατάλοιπα ασβεστόκτιστου τοίχου και οι τελευταίες βαθμίδες μιας κλίμακας. Οι κάτοικοι των γύρω οικισμών, ενδεχομένως και της οχύρωσης που υπάρχει στο λόφο, χρησιμοποιούσαν πιθανά τη δίοδο από τη φυσική καμινάδα για να έχουν (μυστική;) πρόσβαση στο ποτάμι. Ας μην ξεχνάμε τη γνωστή ρήση «κάστρο με νερό, άπαρτο κάστρο». Η αρχιτεκτονική αυτή κατασκευή είναι ορατή κυρίως από το πάνω από τη δολίνη εξωτερικό τμήμα, το οποίο έχει περιφραχθεί για λόγους ασφαλείας.
Στην πρώτη αίθουσα τα παλαιότερα ευρήματα ανάγονται σε ότι συμβατικά έχουμε ονομάσει τελική Νεολιθική / Χαλκολιθική περίοδο. Από τις ανασκαφές διαπιστώθηκε ότι κάπου στην 4η χιλιετία ομάδα ή ομάδες μετακινούμενων κυνηγών-κτηνοτρόφων αξιοποίησαν μια εσοχή των νοτίων τοιχωμάτων του βράχου στην αριστερή όχθη του Αγγίτη και διαμόρφωσαν ένα μικρό πλάτωμα διαστάσεων 10 χ 12 μ περίπου, που διαιρέθηκε σε δύο μικρές βαθμίδες. Τα μόνα κατάλοιπα κατοικημένου χώρου που εντοπίσθηκαν ήταν τέσσερις εστίες, ανά δύο σε κάθε βαθμίδα κατασκευασμένες από αργούς, αραιά τοποθετημένους λίθους. Στις εστίες ή γύρω από αυτές υπήρχαν στάχτες και ξυλάνθρακες, θραυσμένα πήλινα οικιακά σκεύη, απορρίμματα ζωικής διατροφής, τέσσερα εργαλεία, κοσμήματα από θαλασσινά κοχύλια και κυνόδοντα κάπρου καθώς και πήλινα σφονδύλια αφημένα πολύ κοντά στο τοίχωμα του σπηλαίου λες και οι γυναίκες έγνεθαν με την πλάτη στο βράχο. Μολονότι έγινε κοσκίνισμα των επιχώσεων δεν εντοπίσθηκαν φυτικά κατάλοιπα ή άλλα ευρήματα με εξαίρεση ένα απανθρακωμένο σπόρο. Οι προϊστορικές αυτές επιχώσεις αποτελούσαν ένα λεπτό στρώμα χώματος (0.10 έως 0.40 μ.) και υποδήλωναν μικρή, σε χρονική διάρκεια, παρουσία ανθρώπων. Η ανασκαφή ήταν σαν να αποτύπωσε ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο μιας εγκατάστασης, που οι κάτοικοί της μόλις είχαν εγκαταλείψει.
Φαίνεται ότι οι κατολισθήσεις σφράγισαν τις επιχώσεις. Ρήγματα στα τοιχώματα και αποκολλήσεις βράχων έχουν σημειωθεί και σε άλλες αίθουσες του σπηλαίου. Για την ευστάθεια της οροφής και την αποφυγή ατυχημάτων έχουν γίνει οι αντίστοιχες εργασίες στερέωσης. Είναι βέβαιο ότι μετά από αυτές τις ομάδες ήρθαν κι άλλες. Όστρακα, κεραμίδια και ανθρώπινα οστά που εισέρευσαν και βρίσκονταν διάσπαρτα στα επιφανειακά χώματα είναι ενδείξεις ότι ο χώρος ήταν σε χρήση στο τέλος της 2ης και στις αρχές της πρώτης χιλιετίας καθώς και στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια. Ωστόσο, η δυσκολία της πρόσβασης, οι καταπτώσεις των βράχων και κυρίως το γεγονός ότι λίγες ώρες μετά από μια καταιγίδα το νερό θολώνει και δεν είναι πόσιμο συνετέλεσαν στην περιορισμένη παρουσία του ανθρώπου στο χώρο, όπως εικάζεται από τα μέχρι σήμερα ευρήματα.